ολμοποιος

ολμοποιος
    ὁλμοποιός
    ὁλμο-ποιός
    ὅ мастер, делающий ступки Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ολμοποιος" в других словарях:

  • ολμοποιός — ὁλμοποιός, ὁ (Α) αυτός που κατασκευάζει όλμους, δηλ. γουδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅλμος + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • ὁλμοποιῶν — ὁλμοποιός maker of mortars masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»